- ἐγκωμιάσῃ
- ἐγκωμιάζωpraiseaor subj mid 2nd sgἐγκωμιάζωpraiseaor subj act 3rd sgἐγκωμιάζωpraisefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έπαινος — ο 1. έκφραση επιδοκιμασίας, εγκωμίαση προσώπου ή πράξης του, εγκώμιο, επαινετικά λόγια. 2. είδος ηθικής αμοιβής: Ο Πέτρος πήρε βραβείο κι ο Παντελής έπαινο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύψωση — η 1. αναβίβαση, ανέβασμα, ανέγερση: Ύψωση της σημαίας. 2. αύξηση τιμών, ανατίμηση, υπερτίμηση: Ανακοινώθηκε ύψωση στα πετρελαιοειδή. 3. μτφ., εξύμνηση, έπαινος, εγκωμίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)